- συνεφαρμόζω
- συνεφ-αρμόζω,A fit along with or together, τινί τι Sch.Ar.Av.424, cf. Procl.Par.Ptol. 284.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεφαρμόζω — Α [ἐφαρμόζω] εφαρμόζω κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο … Dictionary of Greek